δυαδικος

δυαδικος
    δυαδικός
    δυᾰδικός
    3
    двойной или парный
    

(μερίς, sc. σώματος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δυαδικος" в других словарях:

  • δυαδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικός — ή, ό (AM δυαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αριθμό δύο …   Dictionary of Greek

  • δυαδικός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη, δίδυμος. 2. αυτός που έχει βάση τον αριθμό δύο: Δυαδικό ψηφίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυαδικά — δυαδικός of neut nom/voc/acc pl δυαδικά̱ , δυαδικός of fem nom/voc/acc dual δυαδικά̱ , δυαδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικῶν — δυαδικός of fem gen pl δυαδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικόν — δυαδικός of masc acc sg δυαδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικαί — δυαδικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικοί — δυαδικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικοῦ — δυαδικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικῆς — δυαδικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυαδικῇ — δυαδικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»